πρόωσις

πρόωσις
πρό-ωσις, εως, , ([etym.] προωθέω)
A pushing forward, propulsion, Arist. Cael.297b13, Mu.396a8, Thphr.HP3.6.3, etc.; extrusion of calculi, Aret.CA2.8; [var] contr. [full] πρῶσις, prob. in Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόωσις — pushing forward fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώσει — πρόωσις pushing forward fem nom/voc/acc dual (attic epic) προώσεϊ , πρόωσις pushing forward fem dat sg (epic) πρόωσις pushing forward fem dat sg (attic ionic) προώσει , προωθέω push forward aor subj act 3rd sg (epic ionic) προώσει , προωθέω push… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόωσιν — πρόωσις pushing forward fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόωση — η / πρόωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. πιθ. στον Ησύχ. πρῶσις Α [προωθῶ] η ώθηση προς τα εμπρός, προώθηση νεοελλ. 1. ιατρ. τάση συνεχούς επιταχύνσεως τού βήματος προς τα εμπρός κατά τη βάδιση, σαν να ακολουθεί ο άρρωστος, τρέχοντας, το κέντρο… …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՐԺՈՒՄՆ — (ժման.) NBH 2 0254 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. ἕξωσμα expulsio πρόωσις actus propellendi, protrudendi եւն. Մերժելն, եւ մերժիլն. վանումն. ʼի բաց մղումն. տարագրութիւն. հեռացումն. *Մերժումն ʼի տեղւոջէ իւրմէ. Ողբ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • προώσεως — προώσεω̆ς , πρόωσις pushing forward fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”